- αιματολογικός
- -ή, -ό [αιματολογία]ο σχετικός με την αιματολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιματολογικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αιματολογία: Έκαναν στον άρρωστο πολλές αιματολογικές αναλύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)